ξανακύλημα

ξανακύλημα
ξανακύλημα, το και ξανακύλισμα, το, -ατος
1. το βαθύ σκάψιμο του εδάφους: Έκανα ξανακύλημα στο χωράφι.
2. υποτροπή αρρώστιας: Δε φυλάχτηκε κι έπαθε ξανακύλημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξανακύλημα — το [ξανακυλώ] 1. κύλημα ενός πράγματος για άλλη μια φορά 2. σκάψιμο τού εδάφους σε βάθος 3. (για νόσο ή νοσούντα) υποτροπή, υποτροπίαση …   Dictionary of Greek

  • ξανακύλισμα — το (Μ ξανακύλισμα) ξανακύλημα μσν. στριφογύρισμα στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανακυλῶ, κατά τα ουδ. σε ισμα] …   Dictionary of Greek

  • ξανακύλισμα — το, ατος βλ. ξανακύλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”