- ξανακύλημα
- ξανακύλημα, το και ξανακύλισμα, το, -ατος1. το βαθύ σκάψιμο του εδάφους: Έκανα ξανακύλημα στο χωράφι.2. υποτροπή αρρώστιας: Δε φυλάχτηκε κι έπαθε ξανακύλημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.